- ἀμφιπονούμενα
- ἀμφιπονέομαιattend topres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)ἀμφιπονέομαιattend topres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφιπονούμαι — ἀμφιπονοῡμαι ( έομαι) (Α) 1. φροντίζω, προσέχω, προνοώ 2. (το ουδέτερο τής παθητικής μετοχής τού ενεστώτα ως ουσιαστικό) τὰ ἀμφιπονούμενα, μέρη τού σώματος στην ίδια περιοχή, που έχουν προσβληθεί από νόσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πονῶ «μοχθώ,… … Dictionary of Greek